βομβήεις
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
εσσα, εν, = βομβητικός, APl.4.74; κῦμα Nonn.D.3.32.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
zumbón μέλισσα AP 16.74
•retumbante κῦμα Nonn.D.3.32.
German (Pape)
[Seite 453] εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 qui bourdonne (abeille);
2 qui gronde (flot).
Étymologie: βόμβος.
Greek (Liddell-Scott)
βομβήεις: εσσα, εν, = βομβητικός, Ἀνθ. II. 4. 74.
Greek Monolingual
βομβήεις, -εσσα, -εν (Α) βόμβος
ο γεμάτος βόμβο.
Greek Monotonic
βομβήεις: -εσσα, -εν (βομβέω), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.
Middle Liddell
βομβέω
humming, buzzing, Anth.