συμπλήρωμα

From LSJ
Revision as of 16:12, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλήρωμα Medium diacritics: συμπλήρωμα Low diacritics: συμπλήρωμα Capitals: ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: symplḗrōma Transliteration B: symplērōma Transliteration C: sympliroma Beta Code: sumplh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, blocking or filling up of a body, Arist.Pr. 901a4, Epicur.Ep.1p.11U.

German (Pape)

[Seite 988] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b.

Russian (Dvoretsky)

συμπλήρωμα: ατος τό (результат действия)
1 восполнение Plat.;
2 заполнение, переполнение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλήρωμα: τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συμπληρώνω
αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτισυμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες
2. ιατρ. σύμπλοκη ουσία του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια ιδιότητα της οποίας είναι να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη λύση ορισμένων αντιγόνων
3. φρ. α) «συμπλήρωμα γωνίας»
μαθημ. η συμπληρωματική γωνία
β) «συμπλήρωμα ρήματος»
γραμμ. το αντικείμενο του ρήματος
μσν.-αρχ.
πλήρωση, εκπλήρωσητέλος νόμου Χριστός, τοὐτέστι, τὸ συμπλήρωμα», Ιωάνν. Χρυσ.).