Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιοθρέμμων

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοθρέμμων Medium diacritics: βιοθρέμμων Low diacritics: βιοθρέμμων Capitals: ΒΙΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: biothrémmōn Transliteration B: biothremmōn Transliteration C: viothremmon Beta Code: bioqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, life-supporting, πάντων Ar.Nu.570 (lyr.); φῦλα Orph.H.34.19.

Spanish (DGE)

-ον
creador de vida Αἰθέρα ... βιοθρέμμονα πάντων Ar.Nu.570, φῦλα Orph.H.34.19.

German (Pape)

[Seite 445] ον, Leben nährend, αἰθὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῦλα Orph. H. 33, 19.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui entretient la vie, nourricier.
Étymologie: βίος, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιοθρέμμων -ον βίος, τρέφω voedend, met gen. obj.: Αἰθέρα... βιοθρέμμονα πάντων de Aether die alles voeding geeft Aristoph. Nub. 570.

Russian (Dvoretsky)

βιοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий жизнь, животворящий (αἰθὴρ β. πάντων Arph.).

Greek Monolingual

βιοθρέμμων, -ον (ποιητ.) (Α)
αυτός που διατηρεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -θρεμμων < (θ) θρεπ-, έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)].

Greek Monotonic

βῐοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που διατηρεί τη ζωή, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βιοθρέμμων: -ον, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, πάντων Ἀριστοφ. Νεφ. 570.

Middle Liddell

τρέφω
supporting the life, Ar.