θανατόεις

From LSJ
Revision as of 14:12, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτόεις Medium diacritics: θανατόεις Low diacritics: θανατόεις Capitals: ΘΑΝΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: thanatóeis Transliteration B: thanatoeis Transliteration C: thanatoeis Beta Code: qanato/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, deadly, ἁμαρτήματα S. Ant.1262 (lyr.); μόρος E.IA1288 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] εσσα, εν, = θανάσιμος; ἁμαρτήματα Soph. Ant. 1248; πόρος, der Todespfad, Eur. I. A. 1273.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. θανάσιμος.
Étymologie: θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος
1 смертельный, причиняющий смерть (ἁμαρτήματα Soph.);
2 смертный, роковой (μόρος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτόεις: εσσα, εν, θανάσιμος, ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1262· μόρος Εὐρ. Ι. Α. 1289.

Greek Monolingual

θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυόεις, δρυόεις, ζακρυόεις)].

Greek Monotonic

θᾰνᾰτόεις: -εσσα, -εν, θανάσιμος, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

θᾰνᾰτόεις, εσσα, εν
deadly, Soph., Eur. [from θάνᾰτος]