ἐπιβούλευμα
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ατος, τό, plot, scheme, Th.3.45, J.AJ17.12.2, Plu. Caes.4 (pl.), D.C.61.13.
German (Pape)
[Seite 930] τό, Nachstellung, Thuc. 4, 68 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Caes. 4; übh. gefährliches, feindliches Vorhaben, Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
projet hostile, machination.
Étymologie: ἐπιβουλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβούλευμα: ατος τό коварный замысел, интриги, козни Thuc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβούλευμα: τό, ἐπιβουλή, Θουκ. 3. 45 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἐπιβούλευμα, το (Α) επιβουλεύω
επιβουλή, σκευωρία.
Greek Monotonic
ἐπιβούλευμα: -ατος, τό, συνωμοσία, επιβουλή, μηχανορραφία, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπιβούλευμα, ατος, τό, [from ἐπιβουλεύω
a plot, attempt, scheme, Thuc.