ἀντευεργετέω
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
return a kindness, X.Mem.2.6.4; ἀ. τοὺς εὖ ποιήσαντας Arist. Rh.Al.1422a32.
Spanish (DGE)
devolver el bien, un favor abs., X.Mem.2.6.4
•c. ac. de pers. τοὺς γενέσεως καὶ παιδείας αἰτίους ὄντας Anaximen.34, τοὺς εὖ ποιήσαντας Anaximen.Rh.1422a32.
German (Pape)
[Seite 247] eine Wohlthat erwidern, Xen. Mem. 2, 6, 4; Anaxim. Stob. Floril. 79. 37.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre un bienfait pour un autre.
Étymologie: ἀντί, εὐεργετέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντευεργετέω: платить благодеянием за благодеяние (Xen.; ἀ. τοὺς εὖ ποιήσαντες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντευεργετέω: ἀνταποδίδω εὐεργεσίαν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 6, 4· ἀντ. τοὺς εὖ ποιήσαντας Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 2. 13.
Greek Monotonic
ἀντευεργετέω: μέλ. -ήσω, ανταποδίδω ευεργεσία, σε Ξεν.