πατροῦχος
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
παρθένος, ἡ, heiress, Hdt.6.57 codd. (fort. πατρῳοῦχος, cf. πατρωϊῶχος).
German (Pape)
[Seite 536] παρθένος, ἡ, ein Mädchen, das des Vaters ganzes Vermögen allein geerbt dat, ohne Mütter oder Geschwister zu Miterben zu haben, Her. 6, 57; vgl. XLL., bes. Tim. lex. Plat.; es entspricht dem attischen ἐπίκληρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hérite de tous les biens paternels.
Étymologie: πατήρ, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροῦχος -ον [πατήρ, ἔχω] erf-:. πατρούχου τε παρθένου πέρι ten aanzien van een erfdochter Hdt. 6.57.4.
Russian (Dvoretsky)
πατροῦχος: владеющий всем отцовским наследством: ἡ πατροῦχος παρθένος Her. единственная наследница отцовского имущества.
Greek (Liddell-Scott)
πατροῦχος: παρθένος, ἡ, ἡ μόνη κληρονόμος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο παμῶχος, καὶ ἡ Ἀττ. ἐπίκληρος, - Κατὰ Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν».
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «πατροῦχος παρθένος» — η επίκληρος, η μόνη κληρονόμος της πατρικής περιουσίας ορφανή κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. πατρῳοῦχος < πατρῷος + -οῦχος (πρβλ. και πατρωϊῶχος)].
Greek Monotonic
πατροῦχος: ἡ, κληρονόμος του πατέρα· πατροῦχος παρθένος, η μόνη κληρονόμος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
πατρ-οῦχος, ἡ,
holding from the father: π. παρθένος a sole-heiress, Hdt.
Translations
heiress
Arabic: وَارِثَة; Belarusian: наследніца; Bulgarian: наследничка; Czech: dědička; Danish: arving; Estonian: pärijanna, pärija; Finnish: perijätär; French: héritière, successeuse, successrice; Georgian: მემკვიდრე; German: Erbin; Greek: κληρονόμος; Ancient Greek: κληρονόμος, κλαρονόμος, ἐπίκληρος, ἐπίκλαρος, ἔγκληρος, πατροῦχος; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌾𐍉; Irish: banoidhre; Italian: ereditiera; Japanese: 世継ぎ; Latin: heres; Latvian: mantiniece; Lithuanian: paveldėtoja; Macedonian: наследничка; Polish: dziedzicka, spadkobierczyni, sukcesorka; Portuguese: herdeira; Romanian: moștenitoare; Russian: наследница, преемница; Scottish Gaelic: ban-oighre; Serbo-Croatian Cyrillic: наследница, насљедница; Roman: následnica, násljednica; Slovak: dedička; Slovene: dedinja, naslednica; Spanish: heredera; Swedish: arvinge, arvtagerska; Ukrainian: наслі́дниця, спадкоє́миця; Welsh: aeres