λεπτόδομος

From LSJ
Revision as of 18:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόδομος Medium diacritics: λεπτόδομος Low diacritics: λεπτόδομος Capitals: ΛΕΠΤΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: leptódomos Transliteration B: leptodomos Transliteration C: leptodomos Beta Code: lepto/domos

English (LSJ)

ον, (δέμω) slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti légèrement, fragile.
Étymologie: λεπτός, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόδομος: δέμω тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.

Greek Monolingual

λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλόδομος, πρόδομος].

Greek Monotonic

λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λεπτό-δομος, ον δέμω
slightly framed, slight, Aesch.