δαϊόφρων
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) unhappy in mind, miserable, A.Th.918 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δᾱϊόφρων) -ονος
que tiene una mente desdichada, desdichado, γόος αὐτόστονος ... δ. A.Th.918.
German (Pape)
[Seite 515] γόος Aesch. Spt. 901, Conj. für δαΐφρων, Elendes denkend, kläglich.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
d'une âme attristée (gémissement).
Étymologie: δάϊος, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
δᾱϊόφρων: ονος adj. скорбный (γόος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) ὁ δυστυχίας σκεπτόμενος, ἄθλιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 919· ἀντίθ. τῷ φιλογαθής.
Greek Monolingual
δαϊόφρων (-ονος), ο, η (Α)
θλιβερός, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάιος (Ι) + -φρων < φρην (φρενός)].
Greek Monotonic
δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, άθλιος, δυστυχής, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαϊόφρων -ον [δάϊος, φρήν] met ongelukkig hart.