ἰξώδης

From LSJ
Revision as of 19:21, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξώδης Medium diacritics: ἰξώδης Low diacritics: ιξώδης Capitals: ΙΞΩΔΗΣ
Transliteration A: ixṓdēs Transliteration B: ixōdēs Transliteration C: iksodis Beta Code: i)cw/dhs

English (LSJ)

ες, like birdlime, sticky, clammy, Hp.Ulc.12, Luc.Tim.29.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, kleberig, zäh, wie Vogelleim; Hippocr.; Theophr.; ἡ πενία ἰξ. καὶ εὐλαβής, anklebend, Luc. Tim. 29.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
gluant, visqueux.
Étymologie: ἰξός, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἰξώδης: досл. клейкий, липкий как птичий клей, перен. крепко льнущий, неотвязный (πενία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἰξῷ, κολλώδης, Ἱππ. 876C, κτλ.· ― μεταφ., φιλάργυρος, φειδωλός, Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. γλοιός.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰξώδης, -ῶδες) ιξός
αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης
νεοελλ.
φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες
η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών
αρχ.
μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. βορβορώδης, ελλεβορώδης). Η λ. ως επιστημονικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. viscosite < λατ. viscositas < viscosus «γλοιώδης, κολλώδης» (< viscum «ιξός»)].