πολυρροίβδητος

From LSJ
Revision as of 14:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυρροίβδητος Medium diacritics: πολυρροίβδητος Low diacritics: πολυρροίβδητος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΙΒΔΗΤΟΣ
Transliteration A: polyrroíbdētos Transliteration B: polyrroibdētos Transliteration C: polyrroivditos Beta Code: polurroi/bdhtos

English (LSJ)

ον, much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.

German (Pape)

viel, oft od. sehr unter Geräusch umgedreht, ἄτρακτος, Antip.Sid. 26 (VI.160).

Russian (Dvoretsky)

πολυρροίβδητος: вращающийся с гудением, гудящий (ἄτρακτος Anth.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

πολυρροίβδητος: -ον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.

Middle Liddell

πολυρ-ροίβδητος, ον,
much-whirring, Anth.