ἐφίδρωσις
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
εως, ἡ, superficial perspiration, Plu.Brut.25 (pl.), Gal. 16.601.
German (Pape)
[Seite 1118] ἡ, Schweiß am Oberleibe, od. leichter, dünner Schweiß, Medic. Bei Plut. Brut. 25 will man ἀφίδρωσις vorziehen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transpiration facile ou abondante.
Étymologie: ἐπί, ἱδρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφίδρωσις: εως ἡ испарина Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφίδρωσις: -εως, ἡ, ἡ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἢ τὸν θώρακα γινομένη ἐλαφρὰ ἵδρωσις, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐπὶ ὅλου τοῦ σώματος, Πλουτ. Βροῦτ. 25. Γαλην.
Greek Monotonic
ἐφίδρωσις: -εως, ἡ (ἱδρόω), ελαφρό ίδρωμα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐφίδρωσις, εως ἱδρόω
superficial perspiration, Plut.