ἐπιστολάδην

From LSJ
Revision as of 07:05, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολάδην Medium diacritics: ἐπιστολάδην Low diacritics: επιστολάδην Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΑΔΗΝ
Transliteration A: epistoládēn Transliteration B: epistoladēn Transliteration C: epistoladin Beta Code: e)pistola/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. girt up, of dress, like ἀνεσταλμένως, Hes. Sc.287.

German (Pape)

[Seite 984] aufgeschürzt, aufgegürtet, χιτῶνας ἔσταλτο Hes. Sc. 287.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec la tunique retroussée.
Étymologie: ἐπιστέλλω, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολάδην: (ᾰ) adv. подобрав, подпоясавши Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολάδην: ᾰ, Ἐπίρρ. (ἐπιστέλλω ΙΙ), ἐζωσμένως, κομψῶς, ἐπὶ ἱματισμοῦ, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ κοσμίως καὶ ἀνεσταλμένως», Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 287.

Greek Monolingual

ἐπιστολάδην (Α)
επίρρ. (για χιτώνα) κομψά («ἐπιστολάδην δέ χιτῶνας ἔσταλτο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα -δην (πρβλ. βάδην)].

Greek Monotonic

ἐπιστολάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐπιστέλλω II), συνεσταλμένα, κόσμια, κομψά, λέγεται για ένδυμα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐπιστέλλω II]
girt up, neatly, of dress, Hes.