ἀναμηρυκάομαι
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
or ἀναμᾱρ-, chew the cud, Ath.9.390f, Luc.Gall. 8.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀναμαρυκῶμαι Luc.Gall.8
rumiar τὴν τροφήν Alex.Mynd. en Ath.390f, τῇ μνήμῃ τὰ βεβρωμένα Luc.l.c.
German (Pape)
[Seite 198] wiederkäuen, Luc. Gall. 8; vgl. Alex. Mynd. Ath. 390 f.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ruminer.
Étymologie: ἀνά, μηρυκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμηρῠκάομαι: v.l. = ἀναμαρυκάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμηρυκάομαι: ἢ ἀναμᾱρ-, ἀποθ., ἀναμασῶμαι, κοιν. «μαρκιῶμαι», Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 390F, Λουκ. Ἀλεκτρ. 8.
Greek Monotonic
ἀναμηρυκάομαι: ή ἀναμᾱρ-, αποθ., αναμασώ τροφή, σε Λουκ.
Middle Liddell
to chew the cud, Luc.