τριακοντάζυγος

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντάζῠγος Medium diacritics: τριακοντάζυγος Low diacritics: τριακοντάζυγος Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΖΥΓΟΣ
Transliteration A: triakontázygos Transliteration B: triakontazygos Transliteration C: triakontazygos Beta Code: triakonta/zugos

English (LSJ)

ον, with thirty benches of oars, Ἀργώ Theoc.13.74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente bancs de rameurs.
Étymologie: τριάκοντα, ζυγόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριακοντάζυγος -ον [τριάκοντα, ζυγόν] met dertig roeibanken.

German (Pape)

[ᾱκ], mit, von dreißig Ruderbänken, Theocr. 13.74.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκοντάζῠγος: с тридцатью скамьями для гребцов (Ἀργώ Theocr.).

Greek Monolingual

και τριακοντόζυγος, -ον, Α
αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός.

Greek Monotonic

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τριάκοντα καθίσματα κωπηλατῶν, Ἀργὼ Θεόκρ. 13. 74, ἔνθα διάφ. γραφ. τριακοντόζυγος.

Middle Liddell

τριᾱκοντά-ζῠγος, ον,
with thirty benches, Theocr.