προΐωξις

From LSJ
Revision as of 08:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐωξις Medium diacritics: προΐωξις Low diacritics: προΐωξις Capitals: ΠΡΟΪΩΞΙΣ
Transliteration A: proḯōxis Transliteration B: proiōxis Transliteration C: proioksis Beta Code: proi/+wcis

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, pursuit of the foremost, opp. παλίωξις, Hes.Sc. 154.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de poursuivre, poursuite.
Étymologie: πρό, ἰώκω.

German (Pape)

[ῑ], ἡ, das Vortreiben, Vorwärtsverfolgen, Hes. Sc. 154, Gegensatz παλίωξις.

Russian (Dvoretsky)

προΐωξις: ιος (ῑω) ἡ преследование Hes.

Greek (Liddell-Scott)

προΐωξις: [ῑ], ἡ, προδίωξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλίωξις, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154, ἔνθα ἴδε Σχόλ.

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α
η εκ τών προτέρων καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»].

Greek Monotonic

προΐωξις: [ῑ], ἡ, αναζήτηση πρωτιάς, επιδίωξη διάκρισης, σε Ησίοδ.