Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιφοστιβής

From LSJ
Revision as of 10:26, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφοστῐβής Medium diacritics: νιφοστιβής Low diacritics: νιφοστιβής Capitals: ΝΙΦΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: niphostibḗs Transliteration B: niphostibēs Transliteration C: nifostivis Beta Code: nifostibh/s

English (LSJ)

ές, piled with snow, νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.670.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où l'on foule la neige sous les pieds.
Étymologie: *νίψ, στείβω.

German (Pape)

ές, wo man im Schnee wandelt, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Soph. Aj. 655.

Russian (Dvoretsky)

νῐφοστῐβής: устилающий дорогу или устланный снегом (χειμῶνες Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νῐφοστῐβής: -ές, πλήρης χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. ἡλιοστιβής.

Greek Monolingual

νιφοστιβής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + -στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονοστιβής].

Greek Monotonic

νῐφοστῐβής: -ές (στείβω), γεμάτος με χιόνια, σε Σοφ.

Middle Liddell

νῐφο-στῐβής, ές στείβω
piled with snow, Soph.

English (Woodhouse)

snow-covered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)