ἀντεμφαίνω
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
oppose by a counter-statement, ἀ. ταῖς ἀποφάσεσιν Plb.18.28.12.
Spanish (DGE)
exponer una opinión contraria ταῖς ἡμετέραις ἀποφάσεσιν Plb.18.28.12.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen anzeigen, widersprechen, τινί, Pol. 18, 11.
French (Bailly abrégé)
exposer une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἐμφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεμφαίνω: высказывать противоположное мнение, возражать (τινί Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεμφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, ἰσχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, ἀντιλέγω, χάριν τοῦ μηδὲν ἀντεμφαίνειν ταῖς ἡμετέραις ἀποφάσεσιν Πολύβ. 18. 11, 12: - ὡσαύτως, ἀντεμφανίζω, «ἀντεμφανίζων· ἀντιδεικνύς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀντεμφαίνω (Α)
ισχυρίζομαι το αντίθετο, αντιλέγω.