συγκακουχέομαι

From LSJ
Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰκουχέομαι Medium diacritics: συγκακουχέομαι Low diacritics: συγκακουχέομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΚΟΥΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synkakouchéomai Transliteration B: synkakoucheomai Transliteration C: sygkakoucheomai Beta Code: sugkakouxe/omai

English (LSJ)

Pass., endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr.11.25.

German (Pape)

[Seite 964] pass., Ungemach mit leiden, Sp.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être maltraité avec ou de même que, τινι.
Étymologie: σύν, κακουχέω.

Russian (Dvoretsky)

συγκακουχέομαι: NT = συγκακοπαθέω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰκουχέομαι: Παθ., πάσχω κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.

Greek Monotonic

συγκᾰκουχέομαι: Παθ., υπομένω τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, συμπάσχω, τινι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


Pass. to endure adversity with another, τινι NTest.

Chinese

原文音譯:sugkakoucšw 尋格-卡克-烏黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-邪惡-有
字義溯源:同受虐待,同受苦害,同受災禍;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κακουχέω)=虐待)組成,而 (κακουχέω)由(κακός)*=卑劣的)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 同受苦害(1) 來11:25