νυκτόβιος

From LSJ
Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτόβῐος Medium diacritics: νυκτόβιος Low diacritics: νυκτόβιος Capitals: ΝΥΚΤΟΒΙΟΣ
Transliteration A: nyktóbios Transliteration B: nyktobios Transliteration C: nyktovios Beta Code: nukto/bios

English (LSJ)

ον, paraphr. of νυκτίρεμβος, Procl.Par. Ptol.226.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόβῐος: -ον, ὁ ἔχων τὴν νύκτα ὡς ἡμέραν, δηλ. ὁ ζητῶν τὴν τροφήν του κατὰ τὴν νύκτα, ἐπὶ τῶν θηρίων ἐν γένει, Πρόκλ.

Greek Monolingual

και νυχτόβιος, -α, -ο (Α νυκτόβιος, -ον)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («νυκτόβιο είδος»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει σπίτι του τα χαράματα; Ξενύχτης
αρχ.
νυκτίρεμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].

German (Pape)

νυκτερόβιος, Procl. paraphr. Ptolem.