κεραύνειος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον, wielding the thunder, Ζεύς AP7.49 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1422] Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance la foudre (ép. de Zeus).
Étymologie: κεραυνός.
Russian (Dvoretsky)
κεραύνειος: поражающий громом, мечущий молнии (Ζεύς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κεραύνειος: -ον, ὁ τὸν κεραυνὸν χειριζόμενος, Ζεὺς Ἀνθολογ. Π. 7. 49.
Greek Monolingual
κεράνειος, -ον (Α) κεραυνός
αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.
Greek Monotonic
κεραύνειος: -ον (κεραυνός), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.
Middle Liddell
κεραύνειος, ον κεραυνός
wielding the thunder, Anth.