καλλιζυγής

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιζῠγής Medium diacritics: καλλιζυγής Low diacritics: καλλιζυγής Capitals: ΚΑΛΛΙΖΥΓΗΣ
Transliteration A: kallizygḗs Transliteration B: kallizygēs Transliteration C: kallizygis Beta Code: kallizugh/s

English (LSJ)

ές, beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).

Russian (Dvoretsky)

κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).

Greek Monolingual

καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ζύγ-ην), πρβλ. ισοζυγής, ομοζυγής].

Greek Monotonic

καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.

Middle Liddell

καλλι-ζῠγής, ές ζυγόν
beautifully yoked, Eur.