ἡμιόδιος

From LSJ
Revision as of 06:56, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιόδιος Medium diacritics: ἡμιόδιος Low diacritics: ημιόδιος Capitals: ΗΜΙΟΔΙΟΣ
Transliteration A: hēmiódios Transliteration B: hēmiodios Transliteration C: imiodios Beta Code: h(mio/dios

English (LSJ)

ον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.

German (Pape)

[Seite 1169] der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιόδιος: прошедший полпути Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιόδιος: -ον, ἀμφ. γραφ., ὁ ὁδεύσας τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34.

Greek Monolingual

ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισόδιος].