ἐπιπάλλω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.
French (Bailly abrégé)
brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπάλλω: размахивать, потрясать (βέλη ἐπιπάλλων Ἄρης Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».
Greek Monolingual
ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».
Greek Monotonic
ἐπιπάλλω: κραδαίνω, επισείω προς ή εναντίον, σε Αισχύλ.