ὀξύγοος

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύγοος Medium diacritics: ὀξύγοος Low diacritics: οξύγοος Capitals: ΟΞΥΓΟΟΣ
Transliteration A: oxýgoos Transliteration B: oxygoos Transliteration C: oksygoos Beta Code: o)cu/goos

English (LSJ)

ον, shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύγοος: (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.

Greek Monolingual

ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρόγοος].

Greek Monotonic

ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.