διπλοίζω
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
= διπλασιάζω, A.Ag.835; cf. ἐπιδιπλοίζω.
Spanish (DGE)
doblar, duplicar, ἄχθος A.A.835.
French (Bailly abrégé)
c. διπλοΐζω.
Greek (Liddell-Scott)
διπλοίζω: διπλασιάζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 835· πρβλ. ἐπιδιπλοίζω.
Greek Monotonic
διπλοίζω: = διπλασιάζω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
= διπλασιάζω, Aesch.]
German (Pape)
= διπλοΐζω.