ἐπιρροίβδην

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρροίβδην Medium diacritics: ἐπιρροίβδην Low diacritics: επιρροίβδην Capitals: ΕΠΙΡΡΟΙΒΔΗΝ
Transliteration A: epirroíbdēn Transliteration B: epirroibdēn Transliteration C: epirroivdin Beta Code: e)pirroi/bdhn

English (LSJ)

Adv. with noisy fury, E.HF860 (troch.).

French (Bailly abrégé)

adv.
de manière à engloutir dans un tourbillon.
Étymologie: ἐπιρροιβδέω.

German (Pape)

herantobend, Eur. Herc.Fur. 860.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρροίβδην: adv. бурно, стремительно, неудержимо (ὁμαρτεῖν τινα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροίβδην: Ἐπίρρ. ὡς τὸ ῥύδην, μετὰ ἠχηρᾶς καὶ μανιώδους ὁρμῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860.

Greek Monolingual

ἐπιρροίβδην (Α)
επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση].

Greek Monotonic

ἐπιρροίβδην: (ῥοῖβδος), επίρρ., με μανιώδη ορμή, σε Ευρ.

Middle Liddell

ῥοῖβδος
adv. with noisy fury, Eur.