ἐπιχαριεντίζομαι
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
quote as a good joke, Luc.Symp.12.
German (Pape)
[Seite 1002] dabei scherzen, Luc. Symp. 12.
French (Bailly abrégé)
badiner agréablement.
Étymologie: ἐπί, χαριεντίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχᾰριεντίζομαι: балагурить, шутить Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχᾰριεντίζομαι: Ἀποθ., ἐπιλέγω τι χαριεντιζόμενος, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 12.
Greek Monolingual
ἐπιχαριεντίζομαι (Α)
σημειώνω κάτι ή αναφέρω ως παραπομπή κάτι για αστείο.
Greek Monotonic
ἐπιχᾰριεντίζομαι: αποθ., μνημονεύω κάτι αστειευόμενος, σε Λουκ.