Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμμιγα

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμῐγᾰ Medium diacritics: σύμμιγα Low diacritics: σύμμιγα Capitals: ΣΥΜΜΙΓΑ
Transliteration A: sýmmiga Transliteration B: symmiga Transliteration C: symmiga Beta Code: su/mmiga

English (LSJ)

Adv. promiscuously with, c. dat., Hdt.6.58.

German (Pape)

[Seite 982] adv., gemischt, zugleich mit, τινί, Her. 6, 58.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle avec, τινι.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμιγα [συμμείγνυμι] adv., gemengd, samen, met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

σύμμῐγᾰ: adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].

Greek Monotonic

σύμμῐγᾰ: επίρρ., μαζί, ανάμεικτα με άλλους, ανάκατα, με δοτ., σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμῐγᾰ: Ἐπίρρ., συμμίκτως, μίγδην, ὁμοῦ μετά τινος, σύμμιγα τῇσι γυναικὶ κόπτονται Ἡρόδ. 6. 58.

Middle Liddell

promiscuously with others, c. dat., Hdt.