ἁλίευμα

From LSJ
Revision as of 15:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίευμα Medium diacritics: ἁλίευμα Low diacritics: αλίευμα Capitals: ΑΛΙΕΥΜΑ
Transliteration A: halíeuma Transliteration B: halieuma Transliteration C: alievma Beta Code: a(li/euma

English (LSJ)

ατος, τό, draught of fish, Str.11.2.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό pesca Str.11.2.4.

German (Pape)

[Seite 96] τό, Fischfang, Strabo. XI p. 493.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίευμα: -ατος, τὸ, (ἁλιεύω) ἄγρα ἰχθύων, Στράβ. 493.

Greek Monolingual

το (Α ἁλίευμα) ἁλιεύω
νεοελλ.
1. το προϊόν της αλιείας
2. το σύνολο τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν
αρχ.
η αλιεία, το ψάρεμα.