σιφλόω
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 887] verstümmeln, verletzen, übh. ins Unglück bringen, in Schmach, Schande stürzen, Il. 14, 142, κακοῦν, βλάπτειν, ἀφανίζειν übersetzt.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
estropier, mutiler.
Étymologie: σιφλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιφλόω kreupel maken.
Russian (Dvoretsky)
σιφλόω: увечить, поражать бессилием (τινα Hom.).
English (Autenrieth)
aor. opt. σιφλώσειεν: deform, ruin, Il. 14.142†.
Greek Monotonic
σιφλόω: μέλ. -ώσω, σακατεύω, ακρωτηριάζω, οδηγώ στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, εξασθενίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
σιφλόω: ἀκρωτηριάζω, κολοβώνω, «σακατεύω», ἐμβάλλω τινὰ εἰς δυστυχίαν, Ἰλ. Ξ. 142, καὶ αὐτόθι ἴδε τὸν Heyn.˙ πρβλ. σιφλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιφλοῦν˙ αἰσχύνειν, πηροῦν, βλάπτειν», καὶ «σιφλῶσαι˙ ἀφανίσαι».
Middle Liddell
σιφλόω, fut. -ώσω [from σιφλός
to maim, cripple, bring to misery, Il.