ῥοφητός
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
ή, όν, that can be or is supped up, Id.15.1.53, Dsc.5.107, Gal.6.706, Sor.2.11; cf. ῥοπτός.
German (Pape)
[Seite 849] geschlürft, zu schlürfen; ᾠά, weiche Eier, Ath. II, 58 a; Diosc.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut avaler.
Étymologie: ῥοφέω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοφητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ ῥοφήσῃ, Στράβ. 709, Διοσκ. 5. 124, Γαλην., πρβλ. ῥοπτός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ῥοφῶ
(για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης.
Greek Monotonic
ῥοφητός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ρουφήξει, σε Στράβ.
Middle Liddell
ῥοφητός, ή, όν [from ῥοφέω
that can be or is supped up, Strab.