ἀντιπολέμιος

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπολέμιος Medium diacritics: ἀντιπολέμιος Low diacritics: αντιπολέμιος Capitals: ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΟΣ
Transliteration A: antipolémios Transliteration B: antipolemios Transliteration C: antipolemios Beta Code: a)ntipole/mios

English (LSJ)

ἀντιπολέμιον, warring against, οἱ ἀντιπολέμιοι = enemies, Th.3.90 codd. (but ἀντιπόλεμοι Poll.1.150); in Hdt.4.134,140, codd. vary between ἀντιπόλεμοι and -μιοι; but in 7.236, 8.68.β ἀντιπόλεμοι occurs without v.l., and is the only form cited by Hsch., cf. Onos. 10.9,al.

German (Pape)

[Seite 259] entgegenkämpfend, Feind, Her. 4, 134. 140 l. d.; Thuc. 3, 90.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est en guerre contre, belligérant, ennemi.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολέμιος: ион. ἀντιπόλεμος ὁ воен. неприятель, противник Her., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολέμιος: -ον, ὁ ἐναντίον τινὸς πολεμῶν, οἱ ἀντιπολέμιοι, σχεδὸν ὅμοιον πρὸς τὸ οἱ πολέμιοι, Θουκ. 3. 90· παρ’ Ἡροδότῳ 4. 134, 140, τὰ κείμενα διαφέρουσιν ἄλλα μὲν ἔχοντα ἀντιπόλεμοι, ἄλλα δὲ ἀντιπολέμιοι, ἀλλ’ ἐν 7. 236., 8. 68, 2 τὸ αντιπόλεμοι ἀπαντᾷ ἄνευ ἑτέρας γραφῆς καὶ εἶναιμόνος τύπος ὁ αναφερόμενος παρ’ Ἡσυχίῳ «ἀντιπολέμους· πολεμίους».

Greek Monolingual

ἀντιπολέμιος κ. -πόλεμος, -ον (Α)
αντίπαλος στον πόλεμο, εχθρός.

Greek Monotonic

ἀντιπολέμιος: -ον αυτός που πολεμά ενάντια, οἱ ἀντιπολέμιοι, οι εχθροί, σε Θουκ.

Middle Liddell


warring against, οἱ ἀντιπολέμιοι enemies, Thuc.