κάπριος

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπριος Medium diacritics: κάπριος Low diacritics: κάπριος Capitals: ΚΑΠΡΙΟΣ
Transliteration A: káprios Transliteration B: kaprios Transliteration C: kaprios Beta Code: ka/prios

English (LSJ)

ὁ, poet. for κάπρος,
A wild boar, Il.11.414, 12.42, A.R.1.126; σῦς κάπριος Il.11.293, 17.282.
II Adj. κάπριος, ον, = κάπρειος, like a wild boar, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Hdt.3.59.

German (Pape)

[Seite 1324] ον, = κάπρειος; καὶ τῶν νηῶν καπρίους ἐχουσέων τὰς πρώρας, von der Gestalt eines Ebers, Her. 3, 59. ὁ, poet. = κάπρος, Il. 11, 414. 12, 42, σῦς κάπριος 11, 293. 17, 262.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de la race du sanglier : σῦς κάπριος, ou subst.κάπριος, sanglier;
2 de la forme d'un sanglier : πρῷραι HDT proues en forme de hure.
Étymologie: κάπρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπριος -ον [κάπρος] van een wild zwijn:; σῦς κ. wild zwijn Il. 11.293; subst. wild zwijn; overdr. in de vorm van een wild zwijn:. κάπριοι τὰς πρῴρας met voorstevens in de vorm van een wild zwijn Hdt. 3.59.3.

Russian (Dvoretsky)

κάπριος: II ὁ Hom. = κάπρος.
кабаний: σῦς κ. Hom. = κάπρος 1; κ. πρῷρα Her. (корабельный) нос в виде кабаньей головы.

Greek (Liddell-Scott)

κάπριος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ κάπριος, ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Λ. 414, Μ. 42· ὡσαύτως, σῦς κάπριος Λ. 293, Ρ. 282 (ἴδε ἐν λ. κάπρος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κάπριος, ον, = κάπρειος, ὅμοιος πρὸς ἀγριόχοιρον, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Ἡρόδ. 3. 59.

English (Autenrieth)

(κάπρος): wild boar, with and without σῦς, Μ, Il. 17.282.

Greek Monolingual

κάπριος και κάπρειος, -ον (Α) κάπρος
1. αυτός που μοιάζει με κάπρο
2. το αρσ. ως ουσ.κάπριος
ο αγριόχοιρος, ο κάπρος.

Greek Monotonic

κάπριος: ὁ, ποιητ. αντί κάπρος,
I. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σῦς κάπριος, στο ίδ.
II. ως επίθ. κάπριος, -ον, αυτός που μοιάζει με αγριόχοιρο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

κάπριος, ὁ,
I. a wild boar, Il.; also, σῦς κάπριος Il. poet. for κάπρος,]
II. as adj. κάπριος, ον, like a wild boar, Hdt.