ἐπιστρατεία
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
Ion. ἐπιστρατηΐη, ἡ, march or expedition against, Hdt.9.3; τῶν Πλαταιῶν against Plataea, Th.2.79; σὺν Κύρῳ X.An.2.4.1.
German (Pape)
[Seite 985] ἡ, ion. ἐπιστρατηΐη, Her. 9, 3, der Feldzug gegen Jemand, τῶν Πλαταιέων, gegen die Pl., Thuc. 2, 79; Xen. An. 2, 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
expédition contre.
Étymologie: ἐπιστρατεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρᾰτεία: ион. ἐπιστρατηΐη ἡ поход (σὺν Κύρῳ Xen.): ἡ τῶν Πλαταιῶν ἐ. Thuc. поход против Платей.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρᾰτεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, ἐπιστρατεία ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 3· τῶν Πλαταιῶν, κατὰ τῶν Πλ., Θουκ. 2. 79· σὺν Κύρῳ Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1.
Greek Monolingual
η (Α ἐπιστρατεία και ἐπιστρατηΐη) επιστρατεύω
νεοελλ.
επιστράτευση
αρχ.-μσν.
εκστρατεία.
Greek Monotonic
ἐπιστρᾰτεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, πορεία, προέλαση ή εκστρατεία εναντίον, σε Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ.
Middle Liddell
a march or expedition against, Hdt.; c. gen., Thuc.