σφαιρίζω
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
Lacon. φαιρίδδω Hsch.:—
A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc.
II Pass., Glossaria on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.
French (Bailly abrégé)
jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιρίζω [σφαῖρα] balspelen.
German (Pape)
mit dem Balle spielen, Ball spielen, Plat. Theaet. 146a und Sp., wie Plut. adv. Stoic. 7; die verschiedenen Arten des Spiels beschreibt Antyll. Oribasii p. 122 ff.
Russian (Dvoretsky)
σφαιρίζω: играть в мяч Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α σφαῖρα
παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. σφαιρίζομαι
α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».
Greek Monotonic
σφαιρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, παίζω με τη σφαίρα, παίζω τόπι, σε Πλάτ.