ὠνητέος

From LSJ
Revision as of 05:52, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Plat" to "Plat")

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητέος Medium diacritics: ὠνητέος Low diacritics: ωνητέος Capitals: ΩΝΗΤΕΟΣ
Transliteration A: ōnētéos Transliteration B: ōnēteos Transliteration C: oniteos Beta Code: w)nhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be bought, Pl.Lg.849c, Amphis 1.4.
2 ὠνητέον, one must buy, Luc.Herm.58.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ὠνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 849C, Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1. 2) ὠνητέον, πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Λουκ. Ἑρμότ. 58.

Greek Monotonic

ὠνητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ. του ὠνέομαι, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, σε Πλάτ.
2. ὠνητέον, αυτό που πρέπει να αγοράσει κάποιος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὠνητέος, η, ον, verb. adj. of ὠνέομαι
1. to be bought, Plat.
2. ὠνητέον, one must buy, Luc.