καθυστέρηση

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η καθυστερώ
1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνσηκαθυστέρηση πληρωμής»)
2. η μη έγκαιρη άφιξηκαθυστέρηση αεροπλάνου»)
3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση»)
4. πρωτόγονη κατάσταση, υπανάπτυξη, οπισθοδρομικότητα («στις χώρες αυτές παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση»)
5. (ψυχιατρ.) η βραδύτητα της αναπτύξεως τών νοητικών λειτουργιών, η κατάσταση του διανοητικά καθυστερημένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθυστερώ. Η λ., στον λόγιο τ. καθυστέρησις, μαρτυρείται από το 1885 στα έγγραφα της Εταιρείας του Φοίνικος].