καματηρός

Revision as of 12:03, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ά, όν,
A toilsome, wearisome, γῆρας h.Ven.246; κόπος Ar.Lys.542; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87; καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu.400b9.
2 tiring, exhausting, σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34.
II Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135; κ. σώματα D.H.10.53, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166.
2 hard-working, toiling, βόες Porph.Chr. 29.

German (Pape)

[Seite 1316] mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσθενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 laborieux, fatigant, pénible;
2 fatigué, épuisé de fatigue.
Étymologie: κάματος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καματηρός -ά -όν [κάματος] afmattend:. καματηρός... κόπος afmattende inspanning Aristoph. Lys. 542. afgemat:. οἱ καματηροὶ τῶν ἀνδρῶν de afgematte manschappen Hdt. 4.135.1.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμᾰτηρός:
1 тяжелый, тягостный, мучительный (γῆρας HH; κόπος Arph.);
2 утомительный, изнурительный (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.);
3 изнуренный, слабосильный (ἄνδρες Her.).

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καματηρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.)
αρχ.
1. καταπονημένος, τσακισμένος απ' την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.)
2. ο εργαζόμενος σε κοπιαστική εργασία, καματερός
3. νοσηρός («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.).
επίρρ...
καματηρώς (Α)
με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, νοσηρός)].

Greek Monotonic

κᾰμᾰτηρός: -ά, -όν,
I. κουραστικός, εκνευριστικός, βασανιστικός, κοπιώδης, πληκτικός, ανιαρός, σε Ομηρ. Ύμν.· κουραστικός, εξαντλητικός, σε Λουκ.
II. Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή εργασία, κατάκοπος, ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, τριμμένος, φαγωμένος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καματηρός: -ά, -όν, κοπιώδης, ἐπίμοχθος, γῆρας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἑλεῖ καματηρός μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά.

Middle Liddell

κᾰμᾰτηρός, ή, όν
I. toilsome, troublesome, wearisome, Hhymn.:— tiring, exhausting, Luc.
II. pass. bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt. [from κάμᾰτος]

English (Woodhouse)

irksome