εὐβοσία

From LSJ
Revision as of 10:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβοσία Medium diacritics: εὐβοσία Low diacritics: ευβοσία Capitals: ΕΥΒΟΣΙΑ
Transliteration A: eubosía Transliteration B: eubosia Transliteration C: evvosia Beta Code: eu)bosi/a

English (LSJ)

ἡ,
A good pasture, ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐ. Arist.HA522b22, cf. 575b32; good culture, Thphr. HP 1.11.4.
2 good living, Arist. GA726a6.
3 good condition, τοῦ σώματος ib.774b25.
4 abundance, plenty, ἐν εὐ. ὑπάρχειν Inscr.Prien.108.48 (ii B. C.); ἔθυον -βοσίαν γενέσθαι St.Byz. s.v. Ἀζανοί; ἵνα ὁ δῆμος ἐν εὐβοσίᾳ διαγένηται Supp.Epigr.1.366.49 (Samos, iii B.C.); ἐξ ἁλός AP11.199 (Leon.).
II divinity worshipped in Asia Minor, Zeitschr.f. Numism.7.223 (coin of Hierapolis); Σεβαστὴ Εὐ., of a deified Empress, IGRom.4.654 (Acmonia): also spelt Εὐποσία (q.v.):—hence Εὐβοσιάρχης, ου, ὁ, official title (like Εὐθηνιάρχης), Papers of Amer. School 3 No.317; cf. Εὐποσιάρχης.

German (Pape)

[Seite 1058] ἡ, gute Weide, τῆς χώρας Arist. H. A. 3, 21; Fruchtbarkeit, Ergiebigkeit des Landes, Posidon. bei Ath. XII, 527 e; übh. gute, reichliche Nahrung, σώματος Arist. gen. an. 4, 6; ἐξ ἁλός Leon. Al. 2 (XI, 199).

Russian (Dvoretsky)

εὐβοσία:
1 хорошие пастбища, тучные выгоны (πολλὴν εὐβοσίαν ἔχειν Arst.);
2 изобилие (τροφῆς Arst.);
3 обильное питание (σώματος Arst.; ἐξ ἁλός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐβοσία: ἡ, καλὴ βοσκή, χώρα ἔχει πολλήν εὐβ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 3, πρβλ. 6. 22, 3. 2) εὐτροφία, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18. 59., 4. 6, 5· ἐξ ἁλός Ἀνθ. Π. 11. 199. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Δήμητρος, Συλλ.Ἑπιγρ. 3858, πρβλ. 3906β.

Greek Monolingual

εὐβοσία, ἡ (Α)
1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.)
2. αποδοτική καλλιέργεια
3. καλή φυσική κατάστασηεὐβοσία τοῦ σώματος», Αριστοτ.)
4. αφθονία
5. ως κύριο όν. Ευβοσία
θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοσία (< βόσις «τροφή»), πρβλ. χηνοβοσία].