μελανάετος

From LSJ
Revision as of 12:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνάετος Medium diacritics: μελανάετος Low diacritics: μελανάετος Capitals: ΜΕΛΑΝΑΕΤΟΣ
Transliteration A: melanáetos Transliteration B: melanaetos Transliteration C: melanaetos Beta Code: melana/etos

English (LSJ)

ὁ, black eagle, Arist.HA618b28.

German (Pape)

[Seite 119] od. -αίετος, ὁ, der schwarze Adler, Arist. H. A. 9, 32.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
aigle ou faucon noir (falco fulvus L.), oiseau.
Étymologie: μέλας, ἀετός.

Russian (Dvoretsky)

μελανάετος:меланаэт, черный орел Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνάετος: ὁ, ὁ μέλας ἀετός, πιθαν. ποικιλία τις τοῦ κοινοῦ ἀετοῦ (Falco fulvus), Ἀριστ. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2, παρ’ Εὐσταθ. 1235, 44 μελαναίετος, ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς εἰς Ἰλ. Ω 315 Σχολίοις.

Greek Monolingual

μελανάετος, ὁ (Α)
μαύρος αετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀετός.