κυκλωτός
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
κυκλωτή, κυκλωτόν, rounded, A.Th.540.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
arrondi.
Étymologie: κυκλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.
German (Pape)
Adj. verb. zu κυκλόω, gerundet, rund, σάκος Aesch. Spt. 522.
Russian (Dvoretsky)
κυκλωτός: закругленный, круглый (sc. σάκος Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]
αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
περιφερειακός («κυκλωτός δρόμος»).
επίρρ...
κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.
Greek Monotonic
κυκλωτός: -ή, -όν (κυκλόω), κυκλικός, στρογγυλός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα κύκλου, στρογγύλος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540.
Middle Liddell
κυκλωτός, ή, όν κυκλόω
rounded, round, Aesch.