κυκλωτός

From LSJ
Revision as of 12:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλωτός Medium diacritics: κυκλωτός Low diacritics: κυκλωτός Capitals: ΚΥΚΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kyklōtós Transliteration B: kyklōtos Transliteration C: kyklotos Beta Code: kuklwto/s

English (LSJ)

κυκλωτή, κυκλωτόν, rounded, A.Th.540.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrondi.
Étymologie: κυκλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.

German (Pape)

Adj. verb. zu κυκλόω, gerundet, rund, σάκος Aesch. Spt. 522.

Russian (Dvoretsky)

κυκλωτός: закругленный, круглый (sc. σάκος Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]
αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
περιφερειακόςκυκλωτός δρόμος»).
επίρρ...
κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.

Greek Monotonic

κυκλωτός: -ή, -όν (κυκλόω), κυκλικός, στρογγυλός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα κύκλου, στρογγύλος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540.

Middle Liddell

κυκλωτός, ή, όν κυκλόω
rounded, round, Aesch.

English (Woodhouse)

round

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)