δυσλόγιστος

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσλόγιστος Medium diacritics: δυσλόγιστος Low diacritics: δυσλόγιστος Capitals: ΔΥΣΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyslógistos Transliteration B: dyslogistos Transliteration C: dyslogistos Beta Code: duslo/gistos

English (LSJ)

δυσλόγιστον,
A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15.
II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.

Spanish (DGE)

-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.

German (Pape)

[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσλόγιστος:
1 досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2 неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.

Greek Monolingual

δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.

Greek Monotonic

δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσ-λόγιστος, ον λογίζομαι
ill-calculating, Soph.

English (Woodhouse)

rash

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)