κνησμώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνησμώδης Medium diacritics: κνησμώδης Low diacritics: κνησμώδης Capitals: ΚΝΗΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: knēsmṓdēs Transliteration B: knēsmōdēs Transliteration C: knismodis Beta Code: knhsmw/dhs

English (LSJ)

κνησμῶδες,
A affected with itching, Hp.Aph.6.9, Aret.SD1.15, Gal.10.261.
II accompanied with itching or irritation, Arist.Pr.887a35, Gal.7.197. Adv. κνησμωδῶς Id.19.70.
III causing irritation, ἅλες Str. 11.13.2.

German (Pape)

[Seite 1460] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, διάθεσις, id. – S. κνισμ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.

Russian (Dvoretsky)

κνησμώδης: сопровождающийся зудом (sc. νόσοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κνησμώδης: -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, 3· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην 19. 70. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε κνισμώδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κνησμώδης, -ῶδες) κνησμός
1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός
2. αυτός που πάσχει από κνησμό
αρχ.
αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψηψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κνησμωδώς (Α)
με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», Γαλ.).