ἐρημίτης
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of the desert, ὄνος ib. Jb. 11.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρημίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, ὄνος, ἄγριος ὄνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐρημίτης, μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ.
German (Pape)
[Seite 1026] ὁ, der Einsiedler, K. S.
Greek Monolingual
ερημίτης, ο, θηλ. ερημίτις]] και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῖτις, -ιδος, Μ και ἐρημήτρια) έρημος
αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίου
παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου
νεοελλ.-μσν.
1. μοναχός, καλόγηρος, ασκητής, αναχωρητής, ησυχαστής
2. εκκλ. ονομασία που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε κοινότητα, αλλά ήταν απομονωμένοι σε κελλιά
αρχ.
φρ. «ἐρημίτης ὄνος» — ο άγριος όνος της ερήμου (ΠΔ).