κρυμώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῡμώδης Medium diacritics: κρυμώδης Low diacritics: κρυμώδης Capitals: ΚΡΥΜΩΔΗΣ
Transliteration A: krymṓdēs Transliteration B: krymōdēs Transliteration C: krymodis Beta Code: krumw/dhs

English (LSJ)

κρυμῶδες, icy-cold, frozen, Hp.Vict.2.65 (κρυμν- codd.), D.P. 780, Men.Prot.p.47 D.; Ἄλπεις AP9.561 (Phil.): Comp., Ph.2.298, Metop. ap. Stob.3.1.116: Sup., Ael.NA3.13.

German (Pape)

[Seite 1515] ες, frostig, eiskalt; Ἄλπεις Philp. 68 (IX, 561); ὄχθαι D. Per. 780; Ael. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
glacé.
Étymologie: κρυμός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυμώδης -ες [κρυμός] bevroren.

Russian (Dvoretsky)

κρῡμώδης: Anth. = κρυόεις 1.

Greek (Liddell-Scott)

κρυμώδης: -ες, (εἶδος) ψυχρός, πεπηγώς, παγετώδης, Ἱππ. 364. 28. Ἀνθ. Π. 9. 561, Διογ. Π. 780.

Greek Monolingual

κρυμώδης, -ῶδες (AM)
ψυχρός, παγερός («κείνου δ' ἂν ποταμοῑο περὶ κρυμώδεας ὄχθας», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -ώδης].

Greek Monotonic

κρυμώδης: -ες (εἶδος), ψυχρός, παγετώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

κρυμ-ώδης, ες εἶδος
icy-cold, frozen, icy, Anth.