κρυμώδης
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
κρυμῶδες, icy-cold, frozen, Hp.Vict.2.65 (κρυμν- codd.), D.P. 780, Men.Prot.p.47 D.; Ἄλπεις AP9.561 (Phil.): Comp., Ph.2.298, Metop. ap. Stob.3.1.116: Sup., Ael.NA3.13.
German (Pape)
[Seite 1515] ες, frostig, eiskalt; Ἄλπεις Philp. 68 (IX, 561); ὄχθαι D. Per. 780; Ael. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
glacé.
Étymologie: κρυμός, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυμώδης -ες [κρυμός] bevroren.
Russian (Dvoretsky)
κρῡμώδης: Anth. = κρυόεις 1.
Greek (Liddell-Scott)
κρυμώδης: -ες, (εἶδος) ψυχρός, πεπηγώς, παγετώδης, Ἱππ. 364. 28. Ἀνθ. Π. 9. 561, Διογ. Π. 780.
Greek Monolingual
κρυμώδης, -ῶδες (AM)
ψυχρός, παγερός («κείνου δ' ἂν ποταμοῑο περὶ κρυμώδεας ὄχθας», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -ώδης].
Greek Monotonic
κρυμώδης: -ες (εἶδος), ψυχρός, παγετώδης, σε Ανθ.