ἐλευθεροστομέω
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
to be free of speech, A.Pr.182 (lyr.), E.Andr.153; in later Prose, Ph.1.474, al.
Spanish (DGE)
c. suj. de pers. hablar con libertad, con franqueza ἄγαν δ' ἐλευθεροστομεῖς A.Pr.180, cf. E.Andr.153, Epiph.Const.Haer.24.10.1, πρὸς τὸν ἑαυτοῦ ... ἡγεμόνα Ph.1.474, πρὸς τοὺς ἀπίστους Chrys.Fem.Reg.1.19, cf. Eus.PE 6.6.2, ἀτρόμῳ γλώττῃ ἐ. Eus.MP 4.9
•suj. el discurso expresarse con libertad οἱ λόγοι δὲ οὐδὲν νῦν τι δέονται πόλεως, ὥστε ἐλευθεροστομῆσαι Synes.Regn.3.
German (Pape)
[Seite 796] freimütig reden; Aesch. Prom. 180 Eur. Andr. 153.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler en toute liberté, parler franchement.
Étymologie: ἐλευθερόστομος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθεροστομέω: говорить непринужденно, быть откровенным Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθεροστομέω: ὁμιλῶ ἐλευθέρως, παρρηπάζομαι, ἄγαν δ’ ἐλευθεροστομεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 182, Εὐρ. Ἀνδρ. 153· πρβλ. ἐξελευθερόω.
Greek Monotonic
ἐλευθεροστομέω: μέλ. -ήσω (στόμα), μιλώ ελεύθερα, με θάρρος, με παρρησία, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ἐλευθερο-στομέω, fut. -ήσω στόμα
to be free of speech, Aesch., Eur.