ὀλιγοδρανία

From LSJ
Revision as of 10:48, 8 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδρᾰνία Medium diacritics: ὀλιγοδρανία Low diacritics: ολιγοδρανία Capitals: ΟΛΙΓΟΔΡΑΝΙΑ
Transliteration A: oligodranía Transliteration B: oligodrania Transliteration C: oligodrania Beta Code: o)ligodrani/a

English (LSJ)

ἡ, weakness, feebleness, exhaustion, A.Pr.548 (anap.).

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Unvermögen, Ohnmacht, ἄκικυς, Aesch. Pers. 547.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faiblesse, épuisement.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοδρᾰνία:бессилие, немощь: ὀ. ἄκικυς Aesch. полное бессилие.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Αἰσχύλ. Πρ. 548.

Greek Monolingual

ὀλιγοδρανία, ἡ (Α) ολιγοδρανής
η ιδιότητα του ολιγοδρανούς, αδυναμία, ασθενικότητα.

Greek Monotonic

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, σε Αισχύλ.