ὀλίσθημα

From LSJ
Revision as of 00:26, 14 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Greek: ἀνάθλασις, ἀνάπλευσις" to "Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις")

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίσθημα Medium diacritics: ὀλίσθημα Low diacritics: ολίσθημα Capitals: ΟΛΙΣΘΗΜΑ
Transliteration A: olísthēma Transliteration B: olisthēma Transliteration C: olisthima Beta Code: o)li/sqhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A slip, fall, ὑγρὰ ὀλισθήματα ὑδάτων Pl.Ti.43c; ὀλίσθημα γῆς place where a landslip has occurred, J.AJ15.10.3; so ὀλίσθημα without γῆς, Inscr.Prien.42.10,42 (ii B. C.); in moral sense, cause of slipping, Plu.2.49c.
2 luxation, Hp.Fract.14, Heliod. ap. Orib.49.9.16, Gal.19.460, etc.

German (Pape)

[Seite 323] τό, der Fehltritt, Fall; ὑδάτων, Plat. Tim. 43 c; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
glissement, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίσθημα: ατος τό
1 скользкое место, круча (κρημνῶν ὀλισθήματα Plut.): ὀλισθήματα ὑδάτων Plat. водная гладь;
2 перен. преткновение, источник гибели (πραγμάτων μεγάλων ὀ. καὶ νόσημα Plut.): τὰ καθ᾽ ἕκαστον ὀλισθήματα καὶ πάθη Plut. прегрешения и проступки отдельных лиц.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίσθημα: τό, «γλίστρημα», πτῶσις, Πλάτ. Τίμ. 43C· ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, Πλούτ. 2. 49C. 2) ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827 κτλ.

Greek Monolingual

το (Α ὀλίσθημα) ολισθάνω
1. γλίστρημα και πτώσηὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον», Πολυδ.)
2. σφάλμα ή παράπτωμα («η αποστασία του ήταν φοβερό ολίσθημα»)
αρχ.
εξάρθρωση.

English (Woodhouse)

slipping

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Bulgarian: похлъзване, буксуване; Catalan: relliscada; Chinese Mandarin: 滑; Czech: prokluz; Dutch: slip; Finnish: liukastuminen, luiskahdus; French: glissade; German: Ausrutschen, Ausrutscher; Greek: ολίσθηση, γλίστρημα; Latin: lapsus; Russian: скольжение; Spanish: resbalón

dislocation

Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang