δύσλεκτος

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλεκτος Medium diacritics: δύσλεκτος Low diacritics: δύσλεκτος Capitals: ΔΥΣΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dýslektos Transliteration B: dyslektos Transliteration C: dyslektos Beta Code: du/slektos

English (LSJ)

δύσλεκτον, hard to tell, A.Pers.702 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decir neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.Pers.702, cf. Sch.Lyc.9.

German (Pape)

[Seite 683] schwer, nicht auszusprechen, infandus, Aesch. Pers. 688.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à dire, indicible.
Étymologie: δυσ-, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

δύσλεκτος: невыразимый, несказанный, т. е. ужасный (δύσλεκτα λέγειν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσλεκτος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται
αρχ.
εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.

Greek Monotonic

δύσλεκτος: -ον, δύσκολος ως προς το λόγο, ανείπωτος, ανεκδιήγητος, Λατ. infandus, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύσ-λεκτος, ον
hard to tell, Lat. infandus, Aesch.